- πελιδνήεις
- πελιδν-ήεις, εσσα, εν, poet. for πελιδνός, Marc.Sid.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελιδνήεις — έσσα, εν Α (ποιητ. τ.) πελιδνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. ήεις (πρβλ. αυγ ήεις)] … Dictionary of Greek
πελιδνήεντα — πελιδνήεις neut nom/voc/acc pl πελιδνήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνήεντος — πελιδνήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνήεσσαν — πελιδνήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)